Σάββατο

Γιώργος Αφρουδάκης : Ιστορίες του Άφρου

Γράφει ο Γιώργος Μαυρωτάς για το protagon.gr


Είμαστε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 μετά από ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι του Ν.Ο.Β. στο κολυμβητήριο του Λαιμού της Βουλιαγμένης. Προχωράω προς τα αποδυτήρια με το μπουρνούζι στο ένα χέρι και το σκουφάκι κρεμασμένο στο διπλό μαγιό. Περνάω ανάμεσα στις χαμογελαστές φατσούλες από τα πιτσιρίκια που είναι ανεβασμένα στα χαμηλά κάγκελα της πισίνας. Είναι τα παιδιά που κάνουν πόλο στις σχολές του ομίλου που καθιέρωσε ο Γιάννης Γιαννουρής και συγχρόνως είναι οι πιο πιστοί φίλαθλοι της ομάδας. Νιώθω τα βλέμματά τους να με ακτινογραφούν με δέος και περιέργεια σαν να είμαι κανένας εξωγήινος. Ο πιο τολμηρός, ένας μελαχρινός μπόμπιρας 11-12 χρονών μου απλώνει ένα χαρτί κι ένα στυλό.

«Κύριε Μαυρωτά, θα μου δώσετε ένα αυτόγραφο;»
«Ναι, βέβαια…» λέω κολακευμένος και πιάνω το στυλό σκουπίζοντας το άλλο μου χέρι στο μπουρνούζι για να μην μουλιάσω το χαρτί «Πώς σε λένε, μικρέ;»
«Γιώργο… Γιώργο Αφρουδάκη…»

Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον αρχηγό της τωρινής εθνικής ομάδας πόλο που σε λιγότερο από μια εβδομάδα ταξιδεύει για την 5η του Ολυμπιάδα στο Λονδίνο. Τέσσερα – πέντε χρόνια μετά από αυτό το αυτόγραφο ήταν συμπαίκτης μου στην μεγάλη οικογένεια της Βουλιαγμένης και από το 1994 ως το 2000 συμπαίκτης μου στην Eθνική Aνδρών.

Ο «Άφρου», όπως είναι το παρατσούκλι του, είναι φουνταριστός. Είναι η πιο δύσκολη θέση στο παιχνίδι, καθότι είναι ο κινητήριος μοχλός της ομάδας στην επίθεση και πρέπει, από τη μια να αξιοποιεί τις πάσες των συμπαικτών του κι από την άλλη να αντέχει το «ξύλο» των αμυντικών. Με μπόι κοντά στο 1.95 και γυμνασμένος από μικρός έφερε έναν άλλο αέρα στους έλληνες φουνταριστούς. Κινητικός στην επίθεση κατάφερε να ανατρέψει αυτό το μοντέλο του δυνατού αλλά στατικού φουνταριστού αντικαθιστώντας το με τον δυνατό αλλά ταυτόχρονα κινητικό κι ευέλικτο, βάζοντας πολλά γκολ εν κινήσει. Η καλή φυσική του κατάσταση και οι κολυμβητικές του ικανότητες (παρόλο που σημειωτέον δεν υπήρξε ποτέ κολυμβητής) του έδιναν πολλές φορές τη δυνατότητα να πετυχαίνει γκολ σε αιφνιδιασμούς, κάτι πολύ σπάνιο για τους συνήθως δυσκίνητους φουνταριστούς. Επίσης, όταν κέρδιζε αποβολές από την θέση του φουνταριστού δεν τελείωνε εκεί ο ρόλος του. Η εκτελεστική του δεινότητα και στον παίκτη παραπάνω μας είχε ξελασπώσει ουκ ολίγες φορές. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Γιώργος «έκτισε» το μοντέλο του μοντέρνου φουνταριστού όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πόλο.

Με τον Γιώργο μαζί γεύτηκα τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην καριέρα μου. Ευρωπαϊκός τίτλος με την Βουλιαγμένη το 1997, 6η θέση στην Ατλάντα το 1996, 2η θέση στο Παγκόσμιο κύπελλο το 1997. Όταν σταμάτησα, αυτός συνέχισε (9 χρόνια νεώτερος γαρ) και ήταν βασικός συντελεστής στο χάλκινο μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του Μόντρεαλ το 2005 (όποιος δεν θυμάται το εκπληκτικό του γυριστό σουτ στην παράταση με την Κροατία που μας έδωσε το χάλκινο μετάλλιο, ας πάει εδώ στο 5’30”) αλλά και στην 4η θέση στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Μετά από τη Βουλιαγμένη έπαιξε και στον Πανιώνιο, στον Ολυμπιακό και σήμερα στον  Παναθηναϊκό. Όπου κι αν έπαιξε μόνο καλά λόγια θα ακούσετε από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκε. Ενας αγαθός γίγαντας που στωικά υπομένει τα πάνδεινα στο παιχνίδι έχοντας στο μυαλό του μόνο το πώς θα κάνει τη δουλειά του.

Ο Γιώργος έχει δύο αδέλφια τον Ζάχο και τον Χρήστο (συμπαίκτης του στην εθνική ομάδα ετοιμάζεται κι αυτός για την τρίτη του Ολυμπιάδα). Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ή το σχεδίασαν ο Πόλυς και η Μαρίκα (οι γονείς τους), αλλά είναι και οι τρεις γεννημένοι διαδοχικές Ολυμπιακές χρονιές (1976, 1980, 1984). Έχει παντρευτεί τη Μάρα (κόρη του Χρήστου Ζούπα) κι έχουν δυο μικρούς γιούς που ετοιμάζονται να δουν τον μπαμπά στις πισίνες του Λονδίνου.

Κατά τη γνώμη μου η πορεία του Γιώργου στην ελληνική υδατοσφαίριση και στον ελληνικό αθλητισμό γενικότερα είναι τέτοια που θα του άξιζε να είναι σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο. Όχι ότι είναι καλύτερος από τον φίλο μου τον Αλέξανδρο Νικολαϊδη τον ολυμπιονίκη μας στο τάε κβο ντο που τελικά επιλέχτηκε, αλλά γιατί στο πρόσωπό του θα εκφραζόταν μια τιμή σε έναν σπουδαίο αθλητή με μεγάλη διάρκεια, αλλά και σε ένα ομαδικό (τονίζω το «ομαδικό») άθλημα που χωρίς να έχει στραμμένους πάνω του τους προβολείς της δημοσιότητας γράφει την δική του ολυμπιακή ιστορία. Και δείχνει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που πάντα πιστεύω, ότι στον αθλητισμό το ζητούμενο δεν είναι να πάρεις κάποια στιγμή μια πρωτιά αλλά να είσαι διαρκώς και συνεπώς ανάμεσα στους πρωταγωνιστές.

Η καλύτερη ευχή για έναν αθλητή είναι να κλείσει την καριέρα του καλά και «γεμάτος». Εύχομαι λοιπόν ολόψυχα στον Γιώργο να κλείσει την καριέρα του στην εθνική ομάδα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και αν τελικά επιλέξει να είναι αυτό το κλείσιμο στο Λονδίνο, να του αφήσει την πιο γλυκιά γεύση. «Γεμάτος» είναι ούτως ή άλλως από επιτυχίες, αναμνήσεις, εμπειρίες και φίλους, η πραγματική προίκα δηλαδή που σου αφήνει ο αθλητισμός…

Υ.Γ. Τις προάλλες είδα στην πισίνα μια γνώριμη σκηνή: Μετά από μια προπόνηση της εθνικής ομάδας, πιτσιρικάδες είχαν κυκλώσει τον Γιώργο Αφρουδάκη και τους υπέγραφε αυτόγραφα. Και για να δείτε πώς κάνει κύκλους η ζωή, ένας από αυτούς ήταν ο μικρότερος γιος μου…

Πηγή :protagon.gr

Πέμπτη

Μυρτώ Κοντοβά

Λίγα λόγια για την Μυρτώ Κοντοβά

Η Μυρτώ Κοντοβά είναι Ελληνίδα δημοσιογράφος, συγγραφέας και στιχουργός.


Γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει γράψει στίχους για πολλούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων για τη Δήμητρα Γαλάνη, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, τον Δημήτρη Μπάση, την Άννα Βίσση, τον Γιάννη Κότσιρα, το Σάκη Ρουβά κ.ά Το τραγούδι της που έγινε μεγαλύτερη επιτυχία και κατάφερε να μείνει στο χρόνο είναι το "Τράβα σκανδάλη" σε μουσική Δήμητρας Γαλάνη και ερμηνεία Άλκηστης Πρωτοψάλτη.

Επίσης τη σεζόν 2007/2008 προβλήθηκε η κωμική σειρά "Υπέροχα πλάσματα", σε δικό της σενάριο, από το κανάλι Alpha TV κερδίζοντας το βραβείο καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου "Πρόσωπα 2008". Από τον Οκτώβριο του 2009 προβάλλεται η νέα της κωμική σειρά με τίτλο "Μιλα μου Βρώμικα" από το Mega. Παράλληλα έχει γράψει το νεανικό μυθιστόρημα "Το Κουβάρι των Αλλόκοτων Πραγμάτων" ενώ τα τελευταία χρόνια απαντά σε γράμματα αναγνωστών στη στήλη "Μίλα μου βρώμικα" στην εφημερίδα "Athens Voice".

Πηγή  : el.wikipedia.org

Τετάρτη

Αμαλία Μουτούση


Γράφει ο Αχιλλέας Πατσούκας για το protagon.gr

Η καρδιά του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου χτυπάει στις 3 και 4 Αυγούστου. Σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή παρουσιάζεται για πρώτη μάλιστα φορά στην Επίδαυρο, ο «Αμφιτρύωνας» του Μολιέρου. Το protagon συνάντησε την κορυφαία για πολλούς Ελληνίδα ηθοποιό Αμαλία Μουτούση στις πρώτες μάλιστα πρόβες, την Πρωτομαγιά. Σε ένα μαγικό μέρος, στον κήπο του Πεντελικού, η Αμαλία σε μια απολαυστική συζήτηση μας μίλησε για την Αλκμήνη που θα υποδυθεί, τον Μολιέρο, τα πάθη των θεών, το θέατρο, το κλισέ της επιδαύριας ενέργειας καθώς και για την σύγχρονη Ελλάδα.

Μέχρι σήμερα, αν δεν κάνω λάθος, οι περισσότεροι ρόλοι τους οποίους έχεις υποδυθεί στην Επίδαυρο ήταν τραγικοί (Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Μήδεια κα). Αυτές τις ημέρες σε συναντάω στις πρόβες για την κωμωδία «Αμφιτρύωνας» του Μολιέρου σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή. Ποια είναι τα πρώτα στοιχεία που ενδεχομένως σε έχουν γοητεύσει;
Εμένα παλιά ο Μολιέρος δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν τον καταλάβαινα και τον έβρισκα πολύ συμβατικό, εξαιτίας ίσως της πολύ περίτεχνης γλώσσας του. Εκτός αυτού δεν έχω ξαναπαίξει Μολιέρο, παρά μόνον στην δραματική σχολή όταν έδινα εξετάσεις με το έργο του: «Σχολείο των Γυναικών». Επομένως αυτή η «επιστροφή» μου αρέσει πολύ. Ύστερα από τις πρώτες πρόβες άρχισε σιγά-σιγά να μου αρέσει. Το συγκεκριμένο έργο «Αμφιτρύωνας» δεν είναι καθόλου συμβατικό. Αγγίζει κεντρικές ανθρώπινες καταστάσεις, ενώ σε όλο αυτό το θέμα του «διπλού παιγνιδιού» υπάρχει βάθος και έντονο μαύρο χιούμορ. Όταν διαβάζεις το συγκεκριμένο έργο, διακρίνεις μια διαυγή γεωμετρική κατασκευή που δίνει χώρο στην ασυμμετρία. Γιατί όπως γνωρίζεις αν δεν φτιάξεις πρώτα την γεωμετρία δεν μπορείς να προχωρήσεις στην ασυμμετρία. Διαθέτει αυτή τη δομή που σε πηγαίνει κατευθείαν σε μια ασυμμετρία η οποία σε βοηθάει να φαντάζεσαι καθώς όλο το ζητούμενο είναι τι σε κάνει να φαντάζεσαι. Εσύ που το έχεις διαβάσει, δεν σου ανοίγει την φαντασία, δεν σου φέρνει στον νου όνειρα;

Από την πρώτη κιόλας σκηνή με τον διάλογο ανάμεσα στην Νύκτα και τον Ερμή. Αν και κωμωδία βρίσκεις τραγικά ή δραματικά στοιχεία στον Αμφιτρύωνα;
Καθαρά τραγικά. Όσο περισσότερο είναι τονισμένες στο ύφος του έργου η λαμπρότητα και ο θρίαμβος της κωμωδίας τόσο περισσότερο τονίζεται η τραγικότητα.

Η Αλκμήνη την οποία θα υποδυθείς μπορεί να μην προκάλεσε έναν πόλεμο όπως η Ελένη με τον Τρωικό και τα δεινά που ακολούθησαν αυτού, ανάγκασε ωστόσο τον Δία να την ερωτευτεί παράφορα. Μίλησέ μας για την Αλκμήνη.
Ο Δίας της ξυπνάει το ερωτικό σκίρτημα το οποίο στην συνέχεια της προκαλεί μεγάλο τρόμο καθώς για εκείνη το συγκεκριμένο συναίσθημα της είναι άγνωστο. Εκτός αυτού ο ρόλος και η μοίρα της Αλκμήνης είναι γνώριμη σε όλους. Σχεδόν σε όλους έχει συμβεί να ζούμε με έναν άνθρωπο που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε όλα του τα πρόσωπα και ένα πρωί να ξυπνάμε και να ανακαλύπτουμε έναν άλλο άνθρωπο. Πρόκειται για μια «ανακάλυψη» που μας τρομάζει καθώς εκεί που θεωρούμε πως μαζί του έχουμε αποκτήσει μια συγκεκριμένη οικειότητα  το καινούργιο του πρόσωπο μας τρομάζει. Για την Αλκμήνη ακόμα περισσότερο αυτό το ερωτικό ξύπνημα της επιφυλάσσει ένα βαρύ τίμημα το οποίο το πληρώνει πολύ ακριβά. Αυτό μου φέρνει στον νου τον Θεό, ο οποίος τις περισσότερες φορές όταν μας αποκαλύπτεται, μας επιφυλάσσει έναν άγριο πόνο. Με τον τρόπο που είναι γραμμένο το έργο, η σχέση της με τον Αμφιτρύωνα ύστερα από το ερωτικό ξύπνημα που της προσφέρει ο Δίας, καταστρέφεται ανεπανόρθωτα. Δεν έχουν ελπίδα πια. Αυτό το νιόπαντρο και ερωτευμένο ζευγάρι είναι για πάντα χαμένο. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που μέσα μου η εικόνα του Θεού είναι συνυφασμένη με έναν άγριο πόνο.

Σε ένα σημείο του έργου προκειμένου ο Δίας να κερδίσει την Αλκμήνη αναγκάζεται να πέσει στα πόδια της απειλώντας μάλιστα πως θα αυτοκτονήσει. Ποιο είναι αυτό το στοιχείο του έρωτα που μπορεί να ρίξει ακόμα και τους Θεούς στα «πατώματα».
Θα προτιμούσα να δω αυτήν την ερώτηση από την πλευρά του Δία. Ούτε από την πλευρά του έρωτα, ούτε από την πλευρά της Αλκμήνης. Με κάνει να σκέφτομαι πως έγινε Αμφιτρύων όχι τόσο πολύ επειδή ερωτεύτηκε την Αλκμήνη, αλλά επειδή είχε πολύ μεγάλη ανάγκη να ζήσει κάτι από τον εαυτό του, να βρει κάτι δικό του, το οποίο δεν μπορούσε να το ζήσει μέσα από την θεϊκή του υπόσταση. Αυτό είναι το οξύμωρο. Χρειάστηκε ο Θεός να γίνει άνθρωπος για να βρει τον εαυτό του.

Όταν έχουμε αφήσει πίσω μας τον έρωτα ή του έρωτες και έχουμε ανακτήσει τον έλεγχο μας, αναρωτιόμαστε: «μα τι έκανα τότε»;
Ναι γιατί ο έρωτας όπως τον περιγράφεις είναι κάτι που σε κάνει να είσαι έρμαιο ενός πράγματος και να τυφλώνεσαι. Οπότε κάθε φορά που τυφλωνόμαστε δεν αναρωτιόμαστε μετά για την συμπεριφορά μας;
Είναι ωραίο να τυφλωνόμαστε από έρωτα;
Καθόλου. Εκτός αν σε τυφλώνει το φως του Θεού.
Η Αλκμήνη στο πρόσωπο του Δία (Αμφιτρύων) ξαφνικά βλέπει ένα άλλο πρόσωπο, έναν άλλο άνδρα με αποτέλεσμα ενώ αρχικά της ήταν αδιάφορος να τον ερωτευτεί. Επειδή ο έρωτας είναι ένα παιγνίδι, είναι καλό να αλλάζουμε ρόλους;
Αν ο έρωτας είναι ένα παιγνίδι είναι καλό να αλλάζουμε ρόλους, αλλά δεν θεωρώ πως ο έρωτας είναι ένα παιγνίδι αλλά κάτι πολύ σοβαρό.

Υπάρχουν και σοβαρά παιγνίδια.
Παιγνίδι είναι και η ίδια ζωή με αυτή την έννοια, αλλά είναι πάρα πολύ σοβαρή. Αν μπορούμε να είμαστε εμείς σοβαροί απέναντι στην ζωή, τότε δίνουμε και στο παιγνίδι άλλη αξία. Αυτό δεν με ενοχλεί.

Παρατηρούμε, όχι μόνον στο Αμφιτρύωνα, αλλά σε όλη την μυθολογία, τους Δώδεκα Θεούς να έχουν πάθη. Αργότερα βλέπουμε τον Θεό με το πρόσωπο το Χριστού με έναν διαφορετικό τρόπο να βιώνει τα δικά του πάθη. Αν υπάρχει Θεός είναι καλό να έχει πάθη;
Ο Κύριος ο δικός μας Θεός είχε τα αδιάβλητα πάθη, όπως είναι ο κόπος, ο πόνος, η πείνα η δίψα και όχι τα ψεκτά που είχαν οι Θεοί του Ολύμπου (θυμός, υπερηφάνεια, σκληρότητα, λαιμαργία, εκδίκηση, σαρκικότητα) γι’ αυτό και ο Δίας είναι πάρα πολύ σκληρός και άδικος με τις ζωές των ανθρώπων. Προκειμένου να γευτεί τις επιθυμίες του δεν υπολογίζει τίποτα.

Από την θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό θυμάμαι πως το όνομα Αμφιτρύων το έφερε ένα υποβρύχιο ενώ το δικό σου (Αλκμήνη) ένα ναρκαλιευτικό. Πώς το σχολιάζεις;
Το υποβρύχιο και το ναρκαλιευτικό μου φέρνουν αμέσως στο μυαλό μου την θάλασσα. Η θάλασσα μου φέρνει στον νου μου το βάθος. Στην σκέψη του βάθους, το μυαλό μου με οδηγεί στο πώς το μέγεθος του πλέγματος της παρεξήγησης  και της ασυνεννοησίας ανάμεσα στον Αμφιτρύωνα και στην Αλκμήνη είναι τόσο βαθύ που οδηγεί στην τρέλα. Οπότε το βάθος είναι το κοινό σημείο. Μια άλλη ανάγνωση μπορούμε να διακρίνουμε μέσα από την ζωή μας. Σκέψου πόσο όμορφο είναι όταν έρχονται στιγμές στην ζωή μας που καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει χρόνος. Για παράδειγμα εσύ μπορεί να υπηρετείς στο ναυτικό σε ένα υποβρύχιο και αυτό το υποβρύχιο να φέρει το όνομα του Αμφιτρύωνα που προέρχεται από την μυθολογία η οποία έχει την ιδιότητα να καταργεί τον χρόνο και να φτιάχνει μια ζωή άχρονη στην οποία μπορούμε να ταξιδεύουμε και να φανταζόμαστε άρα και να υπάρχουμε. Αυτό σίγουρα μας βοηθάει σε σχέση με τα όρια που λέγαμε πριν. Δεν χρειάζεται να ερωτευτείς για να βγεις εκτός ορίων. Υπάρχουν πολλοί τρόποι, αλλά για να τους βρεις πρέπει να το ποθείς. Για παράδειγμα εγώ, μπορώ να δω ένα υποβρύχιο που το λένε «Αμφιτρύων» και να μην μου πει τίποτα ή να κατέβω έναν δρόμο με το αυτοκίνητο μου  που έχει ένα άλλο όνομα και επίσης να μην μου προξενήσει κάποια αίσθηση. Αν όμως εκείνη τη στιγμή με αφορμή αυτό το όνομα ταξιδέψω μέσα στον χρόνο και θυμηθώ κάτι που με συνδέει με αυτό τότε όλα αυτά γίνονται ένα και αυτό είναι πολύ ωραίο.

Ο σκηνοθέτης, ο συνθέτης, ο ζωγράφος «πρέπει» να εμπνέονται. Ο ηθοποιός;
Το θέμα έμπνευση για τον καλλιτέχνη δεν πρέπει να έχει να κάνει με καμία «καλλιτεχνικότητα» αλλά με την δουλειά. Η έμπνευση είναι δουλειά, εργασία. Σε ό,τι αφορά τον ηθοποιό δεν μπορεί παρά να εμπνέεται απ’ όλα. Δεν γίνεται διαφορετικά. Το ζητούμενο είναι να αφεθεί και να γίνει έρμαιο κάποιας έμπνευσης χωρίς να απολέσει τον έλεγχο του. Αυτό είναι το ζητούμενο. Να είναι ανοικτός, απροφύλακτος και «εκτεθειμένος», αλλά ταυτόχρονα να μπορεί να ελέγχει αυτόν τον κίνδυνο.

Θεωρείς πως η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης;
Βεβαίως μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Είμαστε σε μια χρονική στιγμή που η κατάσταση είναι πάρα πολύ φορτισμένη. Το βλέπουμε κάθε στιγμή πως όλα δίπλα μας αποτελούν αφορμή για σκέψη προβληματισμό, αγωνία, για να ξανασκεφτείς τα πράγματα από την αρχή, για να μην υπάρχει τίποτα αυτονόητο, για να μην υπάρχει τίποτα δεδομένο. Είναι σαν να ξαναγεννιούνται εκ των πραγμάτων, γιατί όλα έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο τέλμα, οπότε από την άποψη αυτή οπωσδήποτε αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Η εικόνα της νέας Ελλάδας με την κακή αρχιτεκτονική και αφόρητη τηλεόραση;
Αποτελεί και αυτή πηγή έμπνευσης. Ο ηθοποιός χρησιμοποιεί τα πάντα για να εμπνευστεί. Η ανάγκη να διαφοροποιηθείς μέσα από αυτό που κάνεις και από αυτό που βλέπεις το οποίο μπορεί να το βρίσκεις αποτρόπαιο, είναι τόσο δυνατή που από μόνη της λειτουργεί ως έμπνευση προκειμένου «εσύ» να ακολουθήσεις μια διαφορετική πορεία. Ακόμα και να πονέσεις για αυτό που βλέπεις και αυτό μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Δεν χρειάζεται απαραίτητα να οργιστείς. Μπορεί και να πονέσεις, μπορείς και να λυπηθείς. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συνδεθείς με κάτι που είναι εκ διαμέτρου αντίθετο σου και να αντιπαρατεθείς μαζί του μέσα από την τέχνη σου ή μέσα από τον τρόπο που ζεις.
Στα ομαδικά αθλήματα υπάρχουν παίκτες που πέραν του ταλέντου τους, ξεχωρίζουν από την ικανότητα τους, να παίρνουν την ομάδα στην πλάτη τους όταν διακρίνουν πως ο προπονητής δεν τραβάει. Έχεις βρεθεί σε παράσταση (δεν σε ρωτάω σε ποια) που να έχεις αισθανθεί αυτή την ανάγκη;
Καταρχήν να σου πω πως έπαιζα μπάσκετ στον Πειραϊκό, βόλεϊ και έκανα και κολύμβηση. 

Τι θέση έπαιζες στο μπάσκετ;
«L». Μέχρι την τρίτη γυμνασίου δεν ήμουν πολύ ψηλή. Στην συνέχεια επειδή ψήλωσα έπαιξα και σέντερ, ήμουν πολύ καλή παίκτρια και πολύ καλή στα τρίποντα. 

Έχοντας παίξει λοιπόν μπάσκετ μπορείς να μου απαντήσεις πιο εύκολα.
Το να μπορεί ο καθένας μέσα από μια θεατρική παράσταση σαν ηθοποιός, σαν καλλιτέχνης να αναλαμβάνει την ευθύνη του ρόλου του είναι πολύ σημαντικό. Να μην προσπαθεί δηλαδή να κρυφτεί πίσω από κανέναν άλλον. Αν ο καθένας μπορεί να το αναλάβει αυτό μέσα από μια θεατρική παράσταση τότε αυτό θα σημαίνει πως όλοι θα μπορούν να σηκώνουν όλους στην πλάτη τους. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Αρκεί να συμβούν.

Στην κλασική μουσική υπάρχουν δυο κατηγορίες σολίστ. Αυτοί που εφαρμόζουν πιστά τις παρτιτούρες και εκείνοι που τους αρέσει να «κλέβουν» και να βάζουν δικά τους στοιχεία. Εσύ ως ηθοποιός σε ποια από τις δυο κατηγορίες είσαι πιο κοντά; 
Ο πραγματικός καλλιτέχνης είναι αυτός που κατορθώνει να σχοινοβατεί ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες. Αυτοί που εφαρμόζουν πιστά τις παρτιτούρες είναι αυτό που ονομάζω «αντικειμενικό κριτήριο στην τέχνη». Και την «κλοπή» την αποκαλώ «απόλυτη υποκειμενικότητα». Ο συνδυασμός της απόλυτης υποκειμενικότητας με το αντικειμενικό κριτήριο νομίζω πως αποτελούν το απόγειο της τέχνης.

Η πείρα παίζει ρόλο;
Το ζήτημα είναι πώς τη χρησιμοποιείς. Η πείρα είναι πραγματικά κάτι το σπουδαίο εάν ξέρεις να την χρησιμοποιήσεις. Είσαι «εδώ» για να τα μάθεις από την αρχή, για να τα δεις από την αρχή και νομίζω ότι η πείρα στην δική μου δουλειά, στην τέχνη, μου μαθαίνει ότι πάντα πρέπει να ξεκινάω από την αρχή. Αυτό είναι η πείρα. Σου μαθαίνει πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πλησιάσεις έντιμα αυτή την δουλειά παρά μόνο να ξεκινάς από το μηδέν.

Το γνωρίζεις πως είσαι καλή ηθοποιός;
Για εμένα το ζήτημα είναι τι κάνει κανείς με αυτό που είναι και όχι τι είναι. Αν εγώ είμαι καλή στο μπάσκετ ή εσύ σε αυτό που κάνεις, τότε πρέπει να σκεφτείς πώς θα μπορέσεις να το διαχειριστείς. Παραμένω πάντοτε ανικανοποίητη. Αυτό το λέω χωρίς καμία δόση σεμνοτυφίας. Το λέω έντιμα ότι επειδή αυτή η δουλειά που κάνουμε είναι μια καταπληκτική δύσκολη, μαγική και σπουδαία, ο πήχης για εμένα είναι πολύ ψηλά, οπότε κάθε φορά λαχταρώ το πρότυπο.

Βράζεις μέσα σου;
Ναι! Υπάρχει μια κινητήριος δύναμη που δεν με αφήνει να ηρεμήσω. Είμαι ανικανοποίητη. Υπάρχουν πολλά και πραγματικά εμπόδια για να μπορέσει κανείς να κάνει καλά αυτή την δουλειά. Το θέμα δεν είναι να είσαι καλός, αλλά να μάθεις να κάνεις καλά αυτή την δουλειά. Είναι δυο διαφορετικά πράγματα.

Μαθαίνεις ακόμα;
Αν μαθαίνω ακόμα; Ακόμα δεν έχω αρχίσει. Όσο πιο πολύ πείρα αποκτώ τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν έχω μάθει.

Υπάρχουν κάποιοι ρόλοι στους οποίους άγγιξες το επιθυμητό για εσένα αποτέλεσμα;
Οι ρόλοι στους οποίους δεν ήμουν καλή είναι οι ρόλοι στους οποίους έκανα μια προσπάθεια την οποία εκτιμώ.

Όταν δεν είσαι καλή το συνειδητοποιείς;
Πάντα ξέρουμε τι κάνουμε και τι μπορούμε να κάνουμε. Έχω την δύναμη να το δω. Είναι διπλό. Και την έχω και με πειράζει πολύ.

Έχεις νοιώσει ποτέ να σε «πνίγουν» επαγγελματικά τα στενά δεσμά της μικρής μας Ελλάδας και να αποπειραθείς να εργαστείς στο εξωτερικό;
Αυτό που με πνίγει δεν είναι τα στενά επαγγελματικά δεσμά, αλλά η γνωστή νοοτροπία. Αυτό με πνίγει. Η νοοτροπία που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια και που μας έφερε ως εδώ. Αν ποτέ έφευγα αυτός θα ήταν ο μοναδικός λόγος. Όχι για να κάνω καριέρα. Η δουλειά μου είναι συνδεδεμένη με την γλώσσα μου.

Υπάρχει κάποιο όνειρο που θα ήθελες να δεις;
Τον πατέρα μου που έφυγε πριν δυο χρόνια.

Τι όνειρα βλέπεις;
Αυτή τη περίοδο βλέπω καθημερινά εφιάλτες. Μπορεί να έχει να κάνει εξαιτίας του γεγονότος πως οι πρόβες γίνονται στον υπόγειο χώρο του Μεγάρου Μουσικής όπου δεν έχει ίχνος φωτός. 

Επηρεάζουν την διάθεση σου;
Πολύ. Αλλά έχω την τύχη πως με την δουλειά που κάνουμε, μπορείς να φέρεις αυτά τα όνειρα και αν έχεις μια άσχημη διάθεση από έναν έναν εφιάλτη βγαίνει μπροστά, δεν μπορείς να τον κρύψεις. Είναι σπουδαία αυτή η δουλειά (τέχνη). Εκ των πραγμάτων θα πρέπει να βγουν στην φόρα αυτά τα άσχημα όνειρα ακόμα και αν δεν ξέρω αν τα πράγματα που κάνω αυτή την στιγμή αναφέρονται στο άσχημο όνειρο που είδα. Και μόνο αυτή η διαδικασία της έκφρασης μέσα από την δουλειά μας, θα μου βγάλει αυτή την περίεργη διάθεση που μου άφησε η νύκτα μου και θα μου πει ο σκηνοθέτης μου: «κάτι έχει αυτός ο τονισμός».

Πολλοί συνάδελφοι σου Έλληνες και ξένοι, μιλούν για την ενέργεια που έχει το Αρχαίο Θέατρο της Επιδάυρου. Έχοντας την ευλογία να έχεις παίξει πολλές φορές την έχεις συναντήσει ποτέ σου;
Μιλάμε πάρα πολύ για αυτό το θέμα. Αυτός ο χώρος που είμαστε τώρα δεν έχει ένέργεια; Τόσοι χώροι υπάρχουν με ενέργεια. Δεν νομίζω πως πρέπει να το κάνουμε θέμα, με την ενέργεια της Επιδαύρου. Σε αυτό που μας ρωτάνε «αν όταν παίζεις σε μια παράσταση αισθάνεσαι αυτή την ενέργεια», η απάντηση είναι πως αυτό δεν είναι αυτονόητο. Εξαρτάται πάντοτε με ποιον τρόπο στέκεσαι εκεί, με ποιον τρόπο υπάρχεις, με ποιον τρόπο είσαι μέσα σε μια παράσταση στον συγκεκριμένο χώρο. Γιατί μπορεί η δική σου ενέργεια και των άλλων ανθρώπων που σε βλέπουν να είναι τόσο παχυλή που να μην αφήνει την δυνατότητα να αισθανθείς αυτή την ομορφιά. Εγώ έχω επιλέξει έναν διαφορετικό τρόπο έκφρασης απέναντι στην Επίιδαυρο.

Δηλαδή;
Όταν τελειώνω τις παραστάσεις πηγαίνω πάντοτε να την χαιρετήσω. Ποτέ δεν φεύγω έτσι. Πάντοτε μου αρέσει να επισκέπτομαι τον χώρο μόνη μου σε μια άσχετη στιγμή χωρίς να υπάρχει εκεί κανεις, ούτε για να σε «χειροκροτεί», ούτε τίποτα. Το καίει ο ήλιος το θέατρο και αυτό τόσο υπομονετικό στέκεται εκεί χωρίς να λέει τίποτα. Επειδή λοιπόν έχω ζήσει αυτόν τον χώρο έντονα σε διάφορες παραστάσεις μου αρέσει να πηγαίνω και κάποιες άσχετες στιγμές και τον νιώθω μέσα από την καρδιά μου και όχι μέσα από την αγωνία της παράστασης. Δεν λέω είναι πολύ όμορφο να υπάρχει αυτός ο κόσμος, αλλά πάντοτε κρύβει και μια αγριότητα.

Μίλησες για την αγριότητα του κοινού. Ο Χατζιδάκις έλεγε πως επέλεγε το κοινό του. Εσύ;
Ο Χατζιδάκις μπορούσε πραγματικά να το πει γιατί ήταν ο Χατζιδάκις που για εμένα αποτελεί πρότυπο. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως δεν βασίζομαι στο κοινό μου και δεν θα έπρεπε να βασίζομαι. Έχω στο μυαλό μου ένα ιδανικό θεατή σε εχέση με αυτό μου κάνω κάθε φορα. Γιατί αν είχα στο μυαλό μου κάθε φορά το συγκεκριμένο κοινό, που το σέβομαι απόλυτα δεν θα ήταν σωστό γιατί υπόκειται στις συνήθειες του, σε αυτά που έχει συνηθίσει να βλέπει. Οπότε δεν μπορώ να βασίζομαι σε αυτό το κοινό σε σχέση με αυτό που κάνω, αλλά σε έναν ιδανικό θεατή.

Πηγή : protagon.gr

Τρίτη

Τζον Λορντ (Jon Lord) 1941 – 2012


Άγγλος μουσικός, πιανίστας, οργανίστας και συνθέτης, ιδρυτικό μέλος του θρυλικού ροκ συγκροτήματος Deep Purple. Με σπουδαία κλασική μουσική παιδεία, διακρίθηκε για την ικανότητά του να αναμειγνύει την ροκ με την κλασική ή την μπαρόκ μουσική. Η δήλωσή του τον Μάρτιο του 1973 «Είμαστε τόσο έγκυροι όσο και ο Μπετόβεν» θα μπορούσε να μην αποτελεί δείγμα κομπασμού, αν ιδωθεί από την σκοπιά της απήχησης που είχαν οι Deep Purple στα μουσικά δρώμενα της εποχής μας.

Ο Τζον Λορντ (Jon Lord) - Τζόναθαν Ντάγκλας Λορντ το πλήρες όνομά του - γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1941 στο Λέστερ της Αγγλίας. Άρχισε να μαθαίνει πιάνο από τα πέντε του, μία απόφαση που σφράγισε τη ζωή του. Στα εφηβικά του χρόνια τη δεκαετία του '50 επηρεάστηκε από τα μουσικά κινήματα του ροκ εντ ρολ και του R&B και ιδιαίτερα από τους πιανίστες και οργανίστες Τζίμι ΜακΓκριφ και Τζέρι Λι Λιούις. Αποφοίτησε με άριστα από το μουσικό σχολείο του Λέστερ και για δύο χρόνια εργάστηκε ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο της γενέτειράς του.

Το 1959 μετακόμισε στο Λονδίνο και γράφτηκε σε δραματική σχολή. Για να πληρώνει τα δίδακτρά του έπαιζε όργανο (Hammond) σε μπλουζ και τζαζ σχήματα, ενώ το 1964 συμμετείχε στην ηχογράφηση της μεγάλης επιτυχίας των Kinks You Really Got Me. Το 1967 σχημάτισε το δικό του συγκρότημα Santa Barbara Machine Head, με κιθαρίστα τον Ρον Γουντ, που αργότερα έκανε μεγάλη καριέρα με τους Rolling Stones. Έπαιζαν ηλεκτρικό μπλουζ και ο συνδυασμός οργάνου και κιθάρας αποδείχτηκε καθοριστικός στη διαμόρφωση του ήχου του Λορντ και αποτέλεσε αργότερα το σήμα-κατατεθέν των Deep Purple.

Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον μπασίστα Νικ Σίμπερ, με τον οποίον ίδρυσε τους Deep Purple τον επόμενο χρόνο, με τη βοήθεια του επιχειρηματία Τόνι Έντουαρντς και τη συμμετοχή των ταλαντούχων μουσικών Ρίτσι Μπλάκμορ (κιθάρα), Ροντ Έβανς (τραγούδι) και Ιαν Πέις (ντραμς). Το συγκρότημα γνώρισε αμέσως επιτυχία με «κλασσικά» άλμπουμ, όπως τα In Rock (1970), Fireball (1971), Machine Head (1972) και Burn (1974) κι έγινε από τους πιονιέρους του χαρντ ροκ και του χέβι μέταλ, μαζί με τους Led Zeppelin και Black Sabbath.

Οι μουσικοί έρχονταν και παρέρχονταν, αλλά ο Λορντ με τον Πέις παρέμεναν οι σταθερές των Deep Purple, μέχρι την πρώτη διάλυση το 1976, εξαιτίας των έντονων διαφωνιών στους κόλπους του συγκροτήματος. Σε αντίθεση με άλλα ροκ συγκροτήματα, οι Deep Purple φλέρταραν με την κλασσική μουσική χάρις στον Λορντ. Το Κοντσέρτο για ροκ γκρουπ και ορχήστρα, που ηχογράφησαν στο Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου το 1969, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα τους.

Το ισοδύναμο πάθος του για το στομφώδες ροκ και τη φινετσάτη κλασσική μουσική έκαναν τον Λορντ ένα τόσο ασυνήθιστο μουσικό. Μπόλιασε τα τραγούδια των Deep Purlpe με κλασικές επιρροές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, το 12λεπτο April από το άλμπουμ Deep Purple III του 1969. Το παίξιμό του στο όργανο ήταν μοναδικό και κοπιαρίστηκε από πολλούς ομοτέχνους του. Οι μουσικές αναφορές του ξεκινούν από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, διαπερνούν τη μεσαιωνική μουσική και καταλήγουν στην αγγλική μουσική παράδοση του Έντουαρντ Έλγκαρ.

Μετά τη διάλυση των Deep Purple, ο Τζον Λορντ σχημάτισε τους βραχύβιους Paice, Ashton & Lord, μαζί με τον τραγουδιστή Τόνι  Άστον και τον ντράμερ των Deep Purple, Ίαν Πέις. Το συγκρότημα ηχογράφησε ένα άλμπουμ με τίτλο Malice in Wonderland, προτού διαλυθεί το 1977. Ο Λορντ συνέχισε στους Whitesnake, το συγκρότημα που ίδρυσε ο Ντέβιντ Κοβερντέιλ (πρώην τραγουδιστής των Deep Purple) και το 1984 δήλωσε «παρών» στην αναβίωση των Deep Purple, στους οποίους παρέμεινε έως το 2002.

Παράλληλα, ακολούθησε και σόλο καριέρα, ενώ συμμετείχε και σε άλμπουμ άλλων μουσικών. Από τα προσωπικά του άλμπουμ ξεχωρίζουν τα Pictured Within (1998), Beyond The Notes (2004) και Durham Concerto (2008). Το 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ μουσικής από το Πανεπιστήμιο του Λέστερ.

Ο Τζον Λορντ άφησε την τελευταία του πνοή στις 16 Ιουλίου 2012, σε νοσοκομείο του Λονδίνου, από πνευμονική εμβολή. Έπασχε από καρκίνο του παγκρέατος, ο οποίος εξελίχθηκε ταχύτατα τους τελευταίους μήνες. Στις τελευταίες του στιγμές του συμπαραστάθηκαν η δεύτερη σύζυγός του Βίκυ Λορντ (αδελφή της γυναίκας του ντράμερ των Deep Purple,΄Ιαν Πέις) και οι δύο κόρες του Έιμι και Σάρα.

Πηγή : sansimera.gr

Δευτέρα

Γέρων Παΐσιος (1924-1994)

Ο Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης (Αρσένιος Εζνεπίδης, 25 Ιουλίου 1924-12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας μοναχός που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.


Ο βίος του


Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».


Εφηβικά χρόνια και ο στρατός 
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμά στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως "Ασυρματιστή του Θεού". Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι "ασυρματιστές του Θεού", εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.

Μοναστικός Βίος

Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.
Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.

Επιστροφή στο Άγιο Όρος 
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματούχο μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα. Ο άγιος αυτός γέροντας ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού. Κοιμήθηκε το 1968. Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ τον γέροντά του και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι'αυτόν. Έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνος για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία και του ίδιου πριν πεθάνει.

Στην Παναγούδα

Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.


Οι ασθένειες του Γέροντα 

Το ιστορικό
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.

Το τέλος της ζωής του 

Μετά το 1993 να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Γέροντας Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.




Πηγή : el.wikipedia.org

Σάββατο

Gustav Klimt

150η Επέτειος γέννησης του Μεγάλου Αυστριακού ζωγράφου Γκούσταφ Κλιμτ
(Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 1862 – 6 Φεβρουαρίου 1918)


Ο Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 1862 – 6 Φεβρουαρίου 1918) ήταν Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος της Απόσχισης (Sezession) της Βιέννης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό (Art Nouveau). Είχε σημαντική συμβολή στη διεθνή αναγνώριση της αυστριακής τέχνης και υπήρξε από τους πρώτους που κατάφεραν να συνδυάσουν την εικονιστική με την αφηρημένη ζωγραφική.


Έργο του


Ο Κλιμτ έγινε αρχικά γνωστός μέσα από τα διακοσμητικά έργα που φιλοτέχνησε μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ Κλιμτ, και τον Φραντς Ματς. Τα πρώιμα έργα του υπήρξαν περισσότερο συμβατικά, ακολουθώντας τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα της εποχής και με έντονες επιρροές από το έργο του ακαδημαϊκού Χανς Μάκαρτ (1840-1884), ηγετικής φυσιογνωμίας του βιεννέζικου ιστορικισμού. Οι τρεις νέοι καλλιτέχνες ανέλαβαν μάλιστα την ολοκλήρωση του έργου του Μάκαρτ για τη διακόσμηση του κλιμακοστασίου του Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη, μετά τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου. Ο Κλιμτ επηρεάστηκε λιγότερο από τα ροκοκό στοιχεία της τεχνοτροπίας του Μάκαρτ και περισσότερο από τον πλούσιο διάκοσμο των πινάκων του, χαρακτηριστικό που συναντάται επίσης σε αρκετά έργα του ίδιου, όπου το φόντο διακοσμείται με πολυάριθμα σχήματα και λεπτομέρειες, συχνά με φύλλα χρυσού και αργύρου. Ήδη στα έργα που φιλοτέχνησε για το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, διαφαίνεται η διάθεση του Κλιμτ να υπερβεί τα όρια του ακαδημαϊσμού, γεγονός που έγινε περισσότερο έκδηλο αργότερα, με την συμμετοχή του στην Απόσχιση της Βιέννης.

Στους πίνακες Ιουδήθ Ι (1901) και Ιουδήθ ΙΙ (1909), ο Κλιμτ απεικόνισε λιγότερο μία βιβλική ηρωίδα και περισσότερο μία αρχετυπική «μοιραία γυναίκα», ενώ νωρίτερα με την ελαιογραφία Γυμνή Αλήθεια (1899) ήρθε σε ρήξη με το κλασικό ιδεώδες και την εξιδανικευμένη εικόνα του γυναικείου γυμνού σώματος. Στα κορυφαία και πιο δημοφιλή έργα του ανήκει ο πίνακας Το φιλί (1907/08), που επαινέθηκε από το κοινό και τους κριτικούς και εκπροσωπεί τη «χρυσή περίοδό» του, χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η αφθονία του χρυσού ως διακοσμητικό στοιχείο. Στην ίδια δημιουργική περίοδο του Κλιμτ ανήκει και η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ I, εξίσου διάσημο έργο καθώς και ο ακριβότερος πίνακας ζωγραφικής μετά την πώλησή του, τον Ιούνιο του 2006[1]. Στην προσωπογραφία αυτή, ξεχωρίζουν τα σύμβολα που απεικονίζονται, όπως τα αιγυπτιακά μάτια ή τα μυκηναϊκά σπειροειδή μοτίβα, στοιχεία που ενισχύουν τον «εξωτισμό» του πίνακα.

Η ύστερη περίοδος του Κλιμτ σηματοδοτήθηκε από το ταξίδι του στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο των φωβιστών και του Τουλούζ-Λωτρέκ. Την ίδια περίοδο με τις απαρχές του Εξπρεσιονισμού, ο Κλιμτ αποφάσισε να εγκαταλείψει τα έντονα διακοσμητικά στοιχεία εγκαινιάζοντας νέους εκφραστικούς τρόπους, επηρεασμένος σε ένα βαθμό από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά. Χαρακτηριστικοί πίνακες αυτής της περιόδου είναι η Προσωπογραφία της Mäda Primavesi (π. 1912), η Προσωπογραφία της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ II (1912) και η Χορεύτρια (1916-18). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και ειδικότερα μετά την αποχώρησή του από την Απόσχιση, ολοκλήρωσε επίσης τις περισσότερες τοπιογραφίες του, στις οποίες διαφαίνεται η επιρροή του ιμπρεσιονισμού. Συνολικά 54 από τους 230 πίνακές του απεικονίζουν τοπία, τα οποία ζωγράφιζε πιθανότατα στην ύπαιθρο, παρά το γεγονός ότι υπήρξε κατεξοχήν ζωγράφος του ατελιέ, και χωρίς χρήση προκαταρκτικών σχεδίων. Χαρακτηριστικό των τοπίων του Κλιμτ είναι η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου, το τετράγωνο σχήμα που χρησιμοποιούσε, καθώς και η ομοιότητα αρκετών από αυτών με ψηφιδωτά.

Το ύφος του Κλιμτ υπήρξε εν γένει ξεχωριστό και καινοτόμο, συνδυάζοντας στοιχεία του συμβολισμού και της Αρ Νουβό, με παράλληλες επιρροές από την αρχαία ελληνική, μυκηναϊκή και αιγυπτιακή αγγειογραφία, ενώ συχνά θεωρήθηκε προκλητικό για την εποχή του και υπέστη σκληρή κριτική ή αποδοκιμασία. O ερωτισμός που κυριαρχεί στα έργα του προκάλεσε αρκετές φορές αντιδράσεις, όπως στην περίπτωση των πινάκων που φιλοτέχνησε για το Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εμφανής είναι η επιμονή του Κλιμτ στην απεικόνιση γυναικών, με τον άνδρα να απουσιάζει στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Το ερωτικό στοιχείο είναι απροκάλυπτο και σε αρκετά από τα σχέδιά του, τα οποία ο ίδιος χαρακτήρισε ως φόρο τιμής «στην αγαθή αλλά και λάγνα φυλή των υπερευαίσθητων».




Πηγή :wikipedia.org

Πέμπτη

ΠΡΟΣΩΠΟ : Μάκης Παπαδημητρίου

Της Ιωάννας Μπλάτσου για το protagon.gr


Από το τηλεοπτικό «Με λένε Βαγγέλη» στις επιδαύριες «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, όπου ερμηνεύει το ρόλο του άσωτου υιού Φειδιππίδη. Ο Μάκης Παπαδημητρίου διατηρεί το φλεγματικό του χιούμορ και εκτός σκηνής, ακούει συχνά ραδιόφωνο –του αρέσει ο Τζούμας και ο Καλαμούκης- και είναι τρελαμένος με τον κύβο του Ρούμπικ. «Το ρεκόρ μου στο μέσο όρο είναι 16.52’’ με ρεκόρ γρηγορότερης λύσης 13.17’’ όταν το παγκόσμιο ρεκόρ είναι 5.66’’».

Στις "Νεφέλες" υποδύεστε έναν άσωτο υιό, στο μικρό πλαίσιο της οικογένειας, έναν κακομαθημένο και ανεύθυνο πολίτη, στο μεγαλύτερο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου. Πόσος "Φειδιππίδης" τρέχει στο DNA των σύγχρονων Ελλήνων;
O Φειδιππίδης μπορεί να υπάρχει σε μεγάλο ή σε μικρότερο βαθμό σε όλους μας. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα κατά τη γνώμη μου. Το θέμα είναι αν υπάρχει η επιλογή ή έστω η επιθυμία και η δυνατότητα να αλλάξει αυτή η λογική. Κι αν δεν βελτιωθούν οι συνθήκες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο -κοινωνικό, οικονομικό- τότε η "προσωπική" βελτίωση του καθενός, αν όχι πιο δύσκολη, είναι σίγουρα πιο αργή. Νοοτροπία δεκάδων ετών δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ποια στοιχεία της σημερινής ελληνικής πολιτικής-κοινωνικής-οικονομικής συνθήκης ίπτανται ως τοξικό νέφος πάνω από τα κεφάλια μας και δυσκολεύουν το προχώρημά μας;
Έχουμε μια δυσκαμψία να δεχθούμε μια συνολική - καθολική αλλαγή ως έθνος για το συμφέρον των πολλών, επειδή υπάρχουν ατομικοί φόβοι που μας κρατούν γαντζωμένους σε μια "λανθάνουσα" κατάσταση υποτιθέμενης ασφάλειας, που είναι όμως πολύ προσωπική και πηγάζει κυρίως από ρουσφετολογικά βολέματα του παρελθόντος.


Εχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν; Είμαστε οι πολίτες που οφείλουμε να είμαστε;
Διαφθορά, ατιμωρησία, αναλγησία, ψεύδος, λαϊκισμός, κωλοτούμπες, φόβος και πολλά-πολλά άλλα. Αυτά είναι τα πρώτα -δυστυχώς-  που έρχονται στο νου όταν αναφέρεται κάποιος στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αν ήμασταν οι πολίτες που θα έπρεπε να είμαστε πολλές - αν όχι όλες- από αυτές τις λέξεις δεν θα υπήρχαν ως χαρακτηριστικό των ελλήνων πολιτικών. Παρ' όλα αυτά νομίζω ότι με το πέρας των χρόνων οι πολιτικοί  "μας έμαθαν" να λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο. Μας "δίδαξαν" τον τρόπο να τους εκλέγουμε και να μην τους τιμωρούμε. Θα πρέπει ίσως να αρχίσουμε να ξεχνάμε...

Το φετινό μότο του Εθνικού Θεάτρου είναι ο στίχος του Ιωάννη Πολέμη, «Τι είναι η πατρίδα μας;». Τι είναι για σας η πατρίδα σας;
Ο πολιτισμός, η ιστορία, και οι άνθρωποι.

Η Ελλάδα λίγο μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου: τι φοβάστε και σε τι ελπίζετε;
Αυτό που φοβόμουν συνέβη. Αυτό που ελπίζω, μακάρι να συμβεί...

Τρίτη

Ο ηθοποιός Θύμιος Καρακατσάνης


Γεννημένος στις 8 Δεκεμβρίου 1940 στα Ταμπούρια του Πειραιά, σπούδασε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Από το 1960 άρχισε να συμμετέχει στις παραστάσεις του δασκάλου ενώ στη συνέχεια χάραξε την προσωπική του πορεία στο ελεύθερο θέατρο, ως σκηνοθέτης και θιασάρχης.  ως βασικό στέλεχος του Θεάτρου Τέχνης και εν συνεχεία στο ελεύθερο θέατρο.

Αριστοφανικός ηθοποιός, ο Καρακατσάνης διέγραψε μια πλούσια πορεία ερμηνεύοντας τους περισσότερους ρόλους στις κωμωδίες του ποιητή. Συμμετείχε άλλωστε και στην ιστορική παράσταση του Κουν με τους "Ορνιθες", το 1959. Η θητεία του στο ελληνικό (Ψαθάς, επιθεώρηση) και διεθνές ρεπερτόριο είναι επίσης αξιοσημείωτη: Πίντερ, Χάσεκ, Καλντερόν, Μολιέρος αλλάξει Νιλ Σάιμον. Από τις τελευταίες του εμφανίσεις ήταν στο έργο "Ο θάνατος του εμποράκου" του Αρθουρ Μίλερ (2008-2010), "Οι νταντάδες" του Γιώργου Σκούρτη ενώ το περασμένο καλοκαίρι ανέβασε τις "Νεφέλες".  Τον Νοέμβριο του 2011 είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ότι αποσύρεται: "Για μένα η αυλαία έπεσε" είπε σχετικά. Ως το τέλος ήταν κοντά του η αγαπημένη του σύζυγος Ρούλα και οι δύο τους κόρες με τις οικογένειές τους.

Ανθρωπος με έντονη προσωπικότητα, ο Θύμιος Καρακατσάνης έλεγε δυνατά τη γνώμη του ενώ υπερασπιζόταν με πάθος τις απόψεις του.

Ο Θύμιος Καρακατσάνης μπορεί να έφυγε στις 30 Ιουνίου του 2012, το έργο του όμως θα μας θυμίζει πάντα το μεγαλείο της ψυχής του..

Πηγή : tovima.gr

Ποιοι μας τιμούν και που...